ζωφόρος

English (LSJ)

ον, (φέρω) = ζωοφόρος.

Greek Monolingual

(I)
ο
βλ. ζωοφόρος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. καρποφόρος, σημαιοφόρος.
(II)
η
βλ. ζωοφόρος (ΙΙ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωοφόρος (ΙΙ)].