ζωόμορφος

English (LSJ)

ζωόμορφον, (ζῳο-) in the shape of an animal, Plu.Num.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ζῳόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή ζώου, ζωοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -μορφος (< μορφή), πρβλ. άμορφος, δύσμορφος].