ζωόφιλος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αγαπά και προστατεύει τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophilous < zoo- (πρβλ. ζω[ο]- [ΙΙ]) + philous (πρβλ. φίλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].