ζωύφιον: ῠ, τό, ὑποκορ. τοῦ ζῷον, ζῴδιον, Ἀθήν. 210C, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 41.
Ὑποκοριστικό τοῦ ζῷον ἀπό τό ζήω-ζῶ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ζωή. Η {{ |=Ἦτα }}