ζόρι

Greek Monolingual

το
1. άσκηση πίεσης, βία, καταναγκασμός
2. δυσκολία, δυσχέρεια, αντίσταση («τά βρήκα ζόρι» — βρήκα δυσκολίες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zor].