αντίσταση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἀντίστασις)
αντίδραση, εναντίωση σε κάποια ενέργεια ή στις θελήσεις κάποιου
νεοελλ.
1. η αντίδραση την οποία προβάλλει κάποιο σώμα όταν δέχεται ενέργεια άλλου σώματος («αντίσταση της ύλης», «αντίσταση του αέρα»)
2. το να αρνείται κάποιος να υποταγεί ή να υποχωρήσει
3. (ως κύριο όνομα) Αντίσταση
ο αγώνας που διεξάγεται είτε ενεργητικά είτε παθητικά εναντίον τυραννικού καθεστώτος, ξένου κατακτητή κ.λπ.
αρχ.-μσν.
1. η στάση, η ανταρσία
2. αντίθετος ισχυρισμός, αντεπιχείρημα
3. (Μουσ.) ισορροπία, αρμονία.