ζῶσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ζώννυμι) girding on, cincture, σάκκων LXX Is.22.12.

German (Pape)

[Seite 1145] ἡ, das Gürten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζῶσις: -εως, ἡ, (ζώννυμι) ζώσιμον περίζωσις, σάκων Ἑβδ. (Ἡσαΐ. κβ΄, 12), Ἐκκλ. ΙΙ. ἡ ὀσφύς, ἡ «μέση», Ἀχμ. Ὀνειρ. 178, Κ. Δ. Ἀποκαλ. 59.