ηδυπότις

Greek Monolingual

ἡδυπότις, -ιδος, ἡ (Α)
είδος ποτηριού που, όπως πιστευόταν, έκανε γλυκιά τη γεύση του ποτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -ποτις (< πότις, θηλ. του πότης < πίνω)].