ἠθάνιον, το (Α)(κατά τον Ησύχ. «ἠθήνιονἠθάνιον»)υποκορ. του ηθμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηθ- (του ηθ-μός) + -άνιον, πιθ. αναλογικώς προς τα τρυπ-άν-ιον, βοτ-άν-ιον].