ηθμός

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός)
νεοελλ.
1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο
2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου του οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να απαλλαγεί από τις στερεές ουσίες που βρίσκονται εν αιωρήσει μέσα στη μάζα του ή γενικά είναι αναμεμιγμένα με αυτό, φίλτρο
3. φρ. α) «ηθμοί ακτίνων» — μικροί δίσκοι από αργίλιο ή ψευδάργυρο που χρησιμοποιούνται στην ακτινοθεραπεία
β) «φωτογραφικοί ηθμοί» — παραλληλεπίπεδα κιτρινόχροα διαφανή σώματα που τοποθετούνται μπροστά στον φωτογραφικό φακό για να απορροφούν τις κυανές ακτίνες
γ) «ηθμός μικροβιοκρατής» — φίλτρο που κατασκευάζεται από πορώδη υλικά και χρησιμοποιείται για να κατακρατεί με διήθηση ή απορρόφηση βακτήρια και σωματίδια μεγέθους χημικού μορίου από αέρια ή υγρά
αρχ.
(κυρίως για κρασί)
1. διάτρητο δοχείο που χρησιμοποιείται για στράγγιση, σουρωτήρι, στραγγιστήρι, τρυπητό
2. (συνεκδ. για τις βλεφαρίδες ως προφυλακτήρες τών ματιών) προφυλακτήρας, διυλιστήρας
3. μέρος παγίδων που χρησιμοποιούνται για τη σύλληψη χελιών
4. επιγρ. υδροφράκτης
5. το ηθμοειδές οστό
6. παροιμ. (λέγεται για ματαιοπονία) «τῷ ήθμῷ ἀντλεῖν» — το να αντλεί κανείς με σουρωτήρι
7. φρ. «ἠθμός σχοίνινος» — μικρό κάνιστρο πλεγμένο από σχοινί, στο οποίο οι παίκτες έριχναν τους πεσσούς, τα ζάρια ή τους κύβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθώ + κατάλ. -μος (πρβλ. παλμός, συνειρμός)].