ηθάς

Greek Monolingual

ἠθάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α) ήθος
1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτιἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.)
2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.)
3. (για ζώα) εξημερωμένος, ήμερος («ὄρνιθες ἠθάδες» — πτηνά κατοικίδια, όρνιθες, Αριστοφ.)
4. (για πράγματα) συνηθισμένος («ἠθὰς νίκη»)
5. (σπαν. ως ουδ. στη γεν. και δοτ. πληθ.) ἠθάδων ή ἠθᾱσι
τα παλαιά, τα συνηθισμένα («τὰ καινά γ' ἐκ τῶν ἠθάδων ἠδίον' ἐστί» — τα καινούργια είναι, βέβαια, πιο ευχάριστα από τα παλιά, Ευρ.).