ηθικοδιδάσκαλος

Greek Monolingual

ο
αυτός που διδάσκει την ηθική, ο διδάσκαλος του μαθήματος της ηθικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + διδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Εστία].