ηλιώτης

Greek Monolingual

ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α)
1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῖν' ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.)
2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται
οι κάτοικοι του ήλιου
3. θηλ.ἡλιῶτις
ιωνική ονομασία της αυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωτης (πρβλ. νησιώτης, πατριώτης).
ΣΥΝΘ. απηλιώτης].