ηλόνυξη
Greek Monolingual
η
(στα πεταλωμένα ζώα) ο τραυματισμός από τα καρφιά τών πετάλων στον ιστό του κάτω μέρους της οπλής τών αλόγων, καρφόπιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + νύξη «κέντρισμα»].
η
(στα πεταλωμένα ζώα) ο τραυματισμός από τα καρφιά τών πετάλων στον ιστό του κάτω μέρους της οπλής τών αλόγων, καρφόπιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + νύξη «κέντρισμα»].