ἡμίνα, ἡ (Α)1. μισή2. (μέτρο στη Σικελία) μισός εκτεύς, κοτύλη3. φρ. «ἡμίνα βασιλική» — ημικοτύλιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + κατάλ. -ινα, με το -ι- προφανώς μακρό (πρβλ. δωτίνη < δως)].