ἡμίπεπτος, -ον (Α)1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος2. μισοχωνεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πεπτος < πέσσω, πρβλ. άπεπτος, εύπεπτος].