ημίπνους

Greek Monolingual

ἡμίπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που μόλις αναπνέει, ο μισοζώντανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πνους (< πνοή), πρβλ. ηδύπνους, σύμπνους].