ηδύπνους

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

-ουν και ηδύπνοος, -η, -ο (AM ἡδύπνους, -ουν και ἡδύπνοος, -οον)
1. (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, αρμονικός
2. αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», Ευρ.)
3. αυτός που ευωδιάζει, ο εύοσμος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡδύπνους
αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα, που δεν έχει γευθεί χορτάρι, αλλ. ηδύχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πνους (< πνοή < πνέω), πρβλ. άπνους, απόπνους].