Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ημίρρυπος
Greek Monolingual
ἡμίρρυπος, -ον (Α) αυτός που είναικατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» — μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ημι- +ρύπος «βρομιά»].