-ή, -ό(για ηλεκτρικό λαμπτήρα) αυτός που καταναλίσκει μισό βατ κατά κηρίο φωτεινής ισχύος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βατ-ικός (< βατ, μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. watt)].