-ές (AM ἡμιθανής, -ές)αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, σε κώμα, μισοπεθαμένος, σχεδόν νεκρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θανής (< θνήσκω) πρβλ. αρτιθανής].