κώμα
μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
Greek Monolingual
το (Α κῶμα)
λήθαργος, βαρύς ύπνος (ἦ με μαλακὸν περὶ κώμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
παθολογική κατάσταση βαθύτατης αναστολής της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ή μερική απώλεια της συνείδησης, της εκούσιας κινητικότητας και της ενσυνείδητης αισθητικότητας με διατήρηση όμως τών θεμελιωδών νευροφυτικών λειτουργιών, της κυκλοφορίας και της αναπνοής
αρχ.
νοσηρή τάση για ύπνο, ληθαργική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. kōi-mņ, συνδεόμενη με το κεῖμαι (πρβλ. και κοιμάμαι). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το κάμνω, άποψη όμως όχι πιθανή. Τη λ. ως ιατρικό όρο δανείστηκαν νωρίς διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, πρβλ. αγγλ. και γαλλ. coma].
Translations
coma
Arabic: غَيْبُوبَة; Armenian: կոմա; Azerbaijani: koma; Belarusian: кома; Bulgarian: кома; Catalan: coma; Chinese Mandarin: 昏迷, 昏睡; Czech: bezvědomí, kóma; Danish: koma; Dutch: coma; Esperanto: komato; Estonian: kooma; Faroese: óvit; Finnish: kooma, tajuttomuus; French: coma; Galician: coma; Georgian: კომა; German: Koma; Greek: κώμα; Ancient Greek: κῶμα; Hebrew: תַּרְדֶּמֶת; Hindi: कोमा; Hungarian: kóma; Icelandic: dá, svefndá, dauðadá; Indonesian: koma; Italian: coma; Japanese: 昏睡; Kazakh: кома; Korean: 혼수(昏睡); Kyrgyz: кома; Lao: ອະສັນ; Latin: coma; Latvian: koma; Lithuanian: koma; Luxembourgish: Koma; Macedonian: кома; Maori: mauringaro, maurimate; Mongolian: ухаангүй; Norwegian Bokmål: koma; Nynorsk: koma; Persian: کما; Polish: śpiączka, koma; Portuguese: coma; Romanian: comă; Russian: кома; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏ма; Roman: kȍma; Slovak: bezvedomie, kóma; Slovene: koma; Spanish: coma; Swedish: koma; Tajik: кома; Thai: โคม่า; Turkish: koma; Turkmen: koma; Ukrainian: кома; Urdu: کوما; Uzbek: koma; Vietnamese: hôn mê; Welsh: côma