Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ημικατάλυτος
Greek Monolingual
ἡμικατάλυτος, -ον (Μ) αυτός που καταλύθηκε κατά το ήμισυ, ο μισοκατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ.<ημι- + -κατά-λυτος (<κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, ευ-κατά-λυτος].