ημικατάλυτος

Greek Monolingual

ἡμικατάλυτος, -ον (Μ)
αυτός που καταλύθηκε κατά το ήμισυ, ο μισοκατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κατά-λυτος (< κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, ευ-κατά-λυτος].