ημιλιτριαίος

Greek Monolingual

ἡμιλιτριαῖος, -αία, -ον (Α)
αυτός που ζυγίζει μισή λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λιτριαίος (μτγν. τ. του λιτραίος < λίτρον)].