λιτραίος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

λιτραῖος, -αία, -ον (Α) λίτρα·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία λίτρα
2. αυτός που έχει χωρητικότητα μιας λίτρας.