ημιμοίριο

Greek Monolingual

και ημιμόριο, το (Α ἡμιμοίριον και ἡμιμόριον)
1. μισή μοίρα κύκλου
2. μισό μέρος, μισό μερίδιο, το ένα δεύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μοίρα].