ημιτόνιο
Greek Monolingual
το (AM ἡμιτόνιον)
μουσ. μισός τόνος, δηλαδή το μισό της μεγαλύτερης απόστασης μεταξύ δύο διαδοχικών φθόγγων της φυσικής κλίμακας
αρχ.
σχοινί από χορδές που έχει το μισό πάχος από το συνηθισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίτονος + κατάλ. -ιον].
Translations
semitone
Basque: tonuerdi; Catalan: semitò; Chinese Cantonese: 半音; Mandarin: 半音; Czech: půltón; Danish: halvtone; English: semitone, halftone, half step; Faroese: hálvtóni; Finnish: puoliaskel, puolisävelaskel; French: demi-ton; German: Halbton; Greek: ημιτόνιο; Ancient Greek: δίεσις, ἡμιτόνιον; Hungarian: félhang; Icelandic: hálftónn; Italian: semitono; Japanese: 半音; Khmer: ជំហានពាក់កណ្តាល; Maori: waehaurua; Norwegian Bokmål: halvtone; Nynorsk: halvtone; Persian: نیمپرده sg; Polish: półton; Portuguese: semitom, meio-tom; Romanian: semiton; Russian: полутон; Slovak: poltón; Slovene: polton; Spanish: semitono; Welsh: hanner tôn