ἡμιχώριον, τὸ (Α)πάπ. φρ. «εἰς ἡμιχώριον» — με περιορισμένη εντολή, με δικαιοδοσία αξιώματος όχι πλήρη, αλλά περιορισμένη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + χωρίον (< χώρος)].