ημιχώριον

Greek Monolingual

ἡμιχώριον, τὸ (Α)
πάπ. φρ. «εἰς ἡμιχώριον» — με περιορισμένη εντολή, με δικαιοδοσία αξιώματος όχι πλήρη, αλλά περιορισμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + χωρίον (< χώρος)].