ἡνιοστροφῶ, -έω (AM) ηνιοστρόφοςμσν.1. μτφ. διευθύνω, διοικώ, κυβερνώ2. παθ. ἡνιοστροφοῦμαι, -έομαια) διευθύνομαιβ) παρασύρομαι από κάποιοναρχ.οδηγώ, διευθύνω κάτι με τον χαλινό, στρέφω τα ηνία.