ηπατοκήλη

Greek Monolingual

η
κήλη του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatocele < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + cele (πρβλ. κήλη)].