-ή, -όο σχετικός με το ήπαρ και τη χοληδόχο κύστη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatocystic < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + cystic (πρβλ. κυστικός)].