η (Α ἡρώισσα και συνηρ. τ. ἡρῷσσα)ηρωίδανεοελλ.το πρωτεύον γυναικείο πρόσωπο ενός λογοτεχνικού έργου («και της ηρώισσας κάποιου βιβλίου ρομαντικού», Παλαμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. -ισσα (πρβλ. βασίλισσα)].