Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ηχογόνος
Greek Monolingual
-ο αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός («ηχογόνα σώματα»). [ΕΤΥΜΟΛ.<ήχος+ -γονος (<γίγνομαι), πρβλ. από-γονος, δακρυο-γόνος. Το ουδ. ηχογόνον μαρτυρείται από το 1888 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].