γάλα, Hsch.
θήνιον: «γάλα» Ἡσύχ.
θήνιον, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «γάλα».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θη- (πρβλ. θήσθαι) + επίθημα -ν(-ο) (πρβλ. γαλαθη-νό-ς) + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κοράσιον, φυλλάδιον)].