θήρημα

English (LSJ)

θηρητήρ, θηρήτειρα, θηρήτωρ, Ion. for θήραμα, etc.

German (Pape)

[Seite 1209] τό, ion. = θήραμα, Arist. scol. Iac. 1.

Russian (Dvoretsky)

θήρημα: ἡ ион. = θήραμα.

Greek (Liddell-Scott)

θήρημα: θηρητήρ, -ήτειρα, -ήτωρ, Ἰων. ἀντὶ θήρᾱμα, κτλ.

Greek Monolingual

θήρημα, τὸ (Α)
ιων. τ., βλ. θήραμα.