θαλασσόπαις

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ, child of the sea, Lyc. 892.

German (Pape)

[Seite 1183] ὁ, Meeressohn, Triton, Lycophr. 892.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσόπαις: παιδος, ὁ, ἡ, τέκνον τῆς θαλάσσης, Τρίτων Λυκόφρ. 892.

Greek Monolingual

θαλασσόπαις, ό, ή (Α)
γιος της θάλασσας («θαλασσόπαις Τρίτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + παις «παιδί»].