θαμνώδης

English (LSJ)

θαμνῶδες, = θαμνοειδής, Thphr. HP 3.12.1 (Comp.), CP5.12.5.

German (Pape)

[Seite 1186] ες, = θαμνοειδής, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

θαμνώδης: -ες, = θαμνοειδής, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 12, 1, Αἰτ. Φ. 5. 12, 5.

Greek Monolingual

-ες (AM θαμνώδης, -ώδες) θάμνος
ο θαμνοειδής, αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνώδη φυτά»)
νεοελλ.
1. ο καλυμμένος από θάμνους, ο θαμνόφυτος
2. φρ. «θαμνώδης διάπλαση» — τύπος βλάστησης στην οποία κυριαρχούν οι θάμνοι.