-άω1. είμαι θαμπός, θολός2. (για το φως της ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + -κοπώ (πρβλ. βρομοκοπώ, γλεντοκοπώ].