θαμπός
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
και θαμβός, -ή, -ό (Μ θαμβός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει θολή επιφάνεια, αυτός που έχει υποστεί απώλεια ή μείωση της στιλπνότητας ή της διαύγειας του («θαμπός καθρέφτης»)
2. αυτός που δεν διακρίνεται με σαφήνεια («θαμπή εικόνα»)
3. (για την όραση) εξασθενημένη, θολή
4. (για τον νου) αυτός που έχει συσκότιση, διατάραξη της αντίληψης και της κρίσης («θαμπό μυαλό»)
5. (για κρασί) ο μη διαφανής, ο μη διαυγής
μσν.
ο έκπληκτος, ο κατάπληκτος.
επίρρ...
θαμπά
αμυδρά, θολά, όχι ευδιάκριτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θαμβός.