θανατάς

Greek Monolingual

ο
1. ο θάνατος («να σε φάει ο θανατάς»)
2. φρ. «είναι του θανατά» — είναι ετοιμοθάνατος, πεθαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κατάλ. -ας (πρβλ. μυλωνάς, σιδεράς, ψωμάς)].