θανατώδης

English (LSJ)

θανατῶδες,
A indicating death, σημεῖον Hp.Prog.2.
II deadly, fatal, αὐχμοί Id.Aph.3.15; ἦρ ib.9; σπασμοί Ael.NA7.5.

German (Pape)

[Seite 1186] ες, tödtlich, den Tod anzeigend; Hippocr.; Ael. H. A. 7, 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
mortel.
Étymologie: θάνατος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

θανατώδης: несущий смерть, губительный (τινι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θανάτῳ, προμηνύων θάνατον, Ἱππ. Προγν. 37. II. θανάσιμος, θανατηφόρος, ἦρ ὁ αὐτ. Ἀφ. 1247· σπασμοὶ Αἰλ. π. Ζ. 7. 5.

Greek Monolingual

θανατώδης, -ῶδες (AM) θάνατος
1. αυτός που προμηνύει τον θάνατο
2. αυτός που προκαλεί θάνατο, ο θανατηφόρος.