θαραπαή

Greek Monolingual

η
θεραπεία, ίαση, γιατρειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. θαραπαή, θαράπαψη < θαραπαύω και θαράπεια < θεραπεύω. Τα θαραπαύω, θαραπεύω < θεραπεύω, με αφομοίωση του -ε- προς το -α- και παρετυμολογική σύνδεση πιθ. προς το παύω.