θεήιος

Greek Monolingual

θεήϊος, -ΐη, -ον (Α)
(ποιητ. ιων. τ. του θέειος)
βλ. θεῖος (Ι).

Middle Liddell

θεήϊος, η, ον [ionic for θέειος, θεῖος,]
divine, Bion.