θειαφίζω

Greek Monolingual

και θειαφώνω θειάφι
1. ρίχνω θειάφι στα φύλλα φυτού
2. εκθέτω κάτι, για απολύμανση, στον καπνό θειαφιού που καίγεται («θειαφίζω τα βαρέλια μου»).