θειικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που είναι από θείο ή αναφέρεται στο θείο (α. «θειικό οξύ» — ανόργανο οξύ, άχρωμο και άοσμο ελαιώδες υγρό, πολύ διαβρωτικό και μεγάλης βιομηχανικής σημασίας, κν. βιτριόλι
β. «θειικά ορυκτά» — φυσικής προελεύσεως άλατα του θειικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sulfurique. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].