[Seite 1193] Gott besänftigend, Sp.
θελξίθεος: -ον, τὸν Θεὸν καταπραΰνων, ἐπίθ. τῆς Παρθένου Μαρίας, μεταγεν.
θελξίθεος, -ον (Μ)(για την Παναγία) αυτή που εξιλεώνει τον θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -θεος (< θεός), πρβλ. άθεος, ημίθεος].