θεοεπής

English (LSJ)

θεοεπές, (ἔπος) = θεσπέσιος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1195] von Gott gesagt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θεοεπής: -ές, (ἔπος) = θεσπέσιος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θεοεπής, -ές (Α)
θεσπέσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -επής (< έπος), πρβλ. α-μετρο-επής, καλλι-επής].