θεοθρέμμων
English (LSJ)
θεοθρέμμον, gen. ονος, maintained by God, σιγή Orae. ap. Procl. in Alc.p.56C.
German (Pape)
[Seite 1195] gottgenährt, übertr. σιγή, orac. bei Procl. zu Plat. Alc.
Greek (Liddell-Scott)
θεοθρέμμων: -ον, ὑπὸ τῶν θεῶν τρεφόμενος, συντηρούμενος, σιγή Χρησμ. παρὰ Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. 1. σ. 56: - οὕτω θεόθρεπτος, ον, Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 904.
Greek Monolingual
θεοθρέμμων, -ον (Α)
αυτός που τρέφεται από τον θεό, αυτός που συντηρείται από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -θρέμμων (< τρέφω), πρβλ. γαλακτοθρέμμων, χιονοθρέμμων].