θεοστιβής

English (LSJ)

θεοστιβές, trodden by God, δειράς Limen.21; πυλεῶνες Procl.H.7.7.

German (Pape)

[Seite 1198] ές, von Gott betreten, E. M. 445, 51 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεοστιβής: -ές, πατηθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, γῆ Πρόκλ. Ὕμν. 6. 6, Γρηγ. Ναζ 2, 949 (Migne) θεόστῐβος, ον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8795.

Greek Monolingual

θεοστιβής, -ές (AM)
αυτός πάνω στον οποίο βάδισε ο θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. πεδοστιβής, χθονοστιβής].