θερμοκέφαλος

Greek Monolingual

-η, -ο
ο ευέξαπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -κεφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ευκέφαλος, πολυκέφαλος. Η λ. μαρτυρείται στον Ιω. Καρασούτσα].